νοώ — (κυρίως στη λόγ. έκφρ. ο νοών νοείτω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek
νοῶ — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres subj act 1st sg (attic epic doric) νοέω Excerpta e libris Herodiani pres ind act 1st sg (attic epic doric) νοόω convert into pure Intelligence pres subj act 1st sg νοόω convert into pure Intelligence pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόω — Νόης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόῳ — νάω flow pres opt act 3rd sg (epic) νόος mind masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόωι — νόῳ , νάω flow pres opt act 3rd sg (epic) νόῳ , νόος mind masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
λοξονοώ — λοξονοῶ, έω (Μ) έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατα νοώ, ομο νοώ)] … Dictionary of Greek
ισονοώ — ἰσονοῶ, έω (Α) 1. νοώ, σκέπτομαι, αντιλαμβάνομαι κατά τον ίδιο τρόπο 2. παθ. ἰσονοοῡμαι, έομαι θεωρούμαι ισοδύναμος, λογίζομαι ισότιμος, ισάξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νοῶ] … Dictionary of Greek